- ρεάλι
- και ριάλι, το, Ν1. παλιό νόμισμα τής Ισπανίας2. στον πληθ. τα ρεάλιαχρήματα, περιουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. real / rial < real «βασιλικός» (< λατ. regalis «βασιλικός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ριάλι — το Ν βλ. ρεάλι … Dictionary of Greek